- άσφαγος
- -η, -οάσφακτος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
άσφακτος — και άσφαχτος και άσφαγος, η, ο (AM ἄσφακτος, ον) αυτός που δεν έχει σφαχτεί … Dictionary of Greek
άσφαχτος — η, ο και άσφαγος, η, ο αυτός που δε σφάχτηκε: Το αρνί το αγάπησαν τόσο πολύ τα παιδιά που στο τέλος έμεινε άσφαχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)